- πρόπους
- πρόπουςone that has large feetmasc/fem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek
πρόποδα — πρόπους one that has large feet neut nom/voc/acc pl πρόπους one that has large feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόδεσσι — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόδεσσιν — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόδων — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόποδας — πρόπους one that has large feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόποδες — πρόπους one that has large feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόποδι — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόποδος — πρόπους one that has large feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COTES aliis COTTES — COTES, aliis COTTES Africae promontorium in Mauritania Tingitana, in extremo freto situm, ut constat ex his Strabonis, postquam de freto actum: Ε᾿ντεῦθεν δὲ πρόπους ἔκκειταί τις ὕςτατος πρὸς δύσιν τῆς Μαυρουσίας, αἱ Κώτεις λεγόμεναι, i. e. Inde… … Hofmann J. Lexicon universale